ανακαλλωπίζω

ανακαλλωπίζω
καλλωπίζω εκ νέου, εξωραΐζω, ευτρεπίζω πάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. ανα-* + καλλωπίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Δημήτριο Γουζέ-λη, ποιητή και κωμωδιογράφο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”